Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασαμέντο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασαμέντο το [pasaménto] Ο39 : (τεχν.) στενή λωρίδα από ξύλο, από μάρμαρο κτλ., που τοποθετείται στον τοίχο σε ύψος ενός περίπου μέτρου από το δάπεδο και παράλληλα με αυτό. || (σπάν.) σοβατεπί.

[ιταλ. (διαλεκτ.) *passamento < γαλλ. passement `πολυτελές ύφασμα που μπαίνει σαν στολίδι σε έπιπλα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες