Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρρησία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρρησία η [parisía] Ο25 : θάρρος και καθαρότητα στην έκφραση της σκέψης: Mιλώ / απαντώ με ~. Διατύπωσε τις αντιρρήσεις του με ~. Εκτιμώ την ~ σου, αν και μ΄ ενοχλεί.

[λόγ. < αρχ. παρρησία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες