Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυγγόκωλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξυγγόκωλος, επίθ.
  • Που έχει ξύγγι στα οπίσθια, χοντρόκωλος (υβριστ.):
    • ξυγγόκωλε … σπανέ (Σπανός D 64).

[<ουσ. ξύγγι + κώλος. Η λ. και σήμ. κρήτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες