Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξιπάζομαι [ksipázome] Ρ2.1β : I.για κπ. που νομίζει ότι είναι σπουδαίος, που δείχνει υπέρμετρη αλαζονεία για κτ. ουσιαστικά ασήμαντο: Δεν ξιπάστηκε καθόλου από τη μεγάλη του τύχη. Πώς τον κάνεις παρέα αυτόν τον ξιπασμένο; II. (λαϊκότρ.) ξαφνιάζομαι.
[μσν. ξυπάζω, -ομαι `ξαφνιάζω΄ < εκσυσπάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και ανομ. αποβ. του δεύτερου [s] < ἐκ- αρχ. συσπῶ `μαζεύομαι΄ με μεταπλ. -ώ > -άζω με βάση το συνοπτ. θ. εκσυσπασ- (ορθογρ. απλοπ.)]