Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεμυτίζω [ksemitízo] Ρ2.1α : (οικ.) 1. για κπ. που κάνει δειλά και προσεκτικά την εμφάνισή του, έτσι που μόλις να μπορεί κανείς να τον αντιληφθεί: Kοίταξε γύρω του προσεχτικά μην τύχει και ξεμυτίσει από πουθενά η γυναίκα του. || για κτ. που μόλις άρχισε να φαίνεται: Πίσω από το βουνό ξεμύτιζε το φεγγάρι. 2. συνήθ. σε αρνητικές προτάσεις, εμφανίζομαι, βγαίνω έξω από έναν κλειστό χώρο: Έκανε τόσο κρύο που δεν μπορούσε κανείς να ξεμυτίσει. Όλη μέρα δεν ξεμύτισε από το δωμάτιο. Δε μας άφη νε να ξεμυτίσουμε.
[ξε- μύτ(η) -ίζω]