Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νταίνω
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
-αίνω2 [éno] verb suff, sp. -αίνω
  • or -ένω, from AG -ύνω:
    • αλαφραίνω or -ένω, κονταίνω or -ένω, βαθαίνω or -ένω, βαραίνω or -ένω etc; aor in -υνα.
[Λεξικό Κριαρά]
ανταίνω· αόρ. έντεσα.
  • Προσκρούω σε εμπόδιο, «μπλέκομαι» (εδώ σε παροιμ.):
    • έντεσα εις την βάτο (Eυγέν. 906).

[<αρχ. αντάω αναλογ. προς ρ. σε αίνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανταίνω s. αντένω.
[Λεξικό Γεωργακά]
αντένω [andéno] (sp. also ανταίνω & ντένω) aor άντεσα (subj αντέσω, ντέσω), ppp ντεμένος
  • ① come together, meet (syn απαντώ, συναντώ, συντυχαίνω):
    • έχουν ανεμικό ντουφέκι· βαρούν τους Tούρκους όπου τους αντέσουν (Vlachogiannis)
  • ⓐ happen (syn τυχαίνω):
    • άντεσα να είμαι κ' εγώ εκεί, όταν μιλούσαν |
    • θα φάμε ό,τι ντέσει |
    • κακό να μη σου ντέσει! (wish)
  • ② come into relations, be connected (united)
  • ⓑ become or be entangled w. (syn μπλέκω):
    • άντεσα με παρέα και δεν μπόρεσα να ξεφύγω νωρίτερα |
    • άντεσε με κακόν άνθρωπο |
    • καλά είναι να μην αντέσει κανείς με κακή γυναίκα |
    • prov άντεσες με παλαβό; καλά ξεμπερδέματα!
  • ③ reach, get, hit upon (syn επιτυχαίνω):
    • άντεσες καλόν άντρο (syn καλοπαντρεύτηκες)

[fr MG αντένω, this analog. form on aor αντέσω]

[Λεξικό Κριαρά]
απανταίνω.
  • Συναντώ κάπ.:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [156]).

[<απαντώ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχονταίνω.
  • Γίνομαι πλούσιος:
    • αρχόντυναν και ως με άλογα αλώνιζαν (Συναδ. φ. 49r).

[<ουσ. άρχοντας + κατάλ. αίνω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχονταίνω [arxondéno] aor αρχόντυνα (subj αρχοντύνω)
  • become a person of substance, grow rich (syn αρχοντεύω 2, near-syn πλουτίζω):
    • folkt με τη γλυκιά της τη γλώσσα αρχόντυνε και γίνηκε μεγάλη κοκόνα (Megas) |
    • poem .. συλλογιούμουν | πώς η σκλαβιά να κάμει φτερούγες και ν' αρχοντύνει η φτώχεια (Kazantz Od 7.958)

[fr postmed αρχοντένω & αρχοντύνω, der of άρχοντας w. suff -ύνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντεύω [arxondévo] ipf αρχόντευα, aor αρχόντεψα
  • ① rule, command (syn κυβερνώ):
    • poem αν τά 'βλεπα όλο από ψηλά τα πράματα του κόσμου, | .. | σ' όλη τη γης θ' αρχόντευεν ο νόμος ο δικός μου (Athanas)
  • ② become a person of substance, grow rich (syn αρχονταίνω, near-syn πλουτίζω):
    • αρχόντεψε και δε μας μιλάει |
    • ο παππούλης του ζούσε κι αρχόντευε στα παλιά τα χρόνια στην Πάργα (Petsalis, adapted)

[fr postmed, MG αρχοντεύω ← LK (2nd-3rd c. AD), der of άρχων]

[Λεξικό Κριαρά]
κατανταίνω· καταντήνω.
  • 1) Μεταβάλλομαι:
    • σε στάκτη κατανταίνει (ενν. μία θύμησις) (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [56]).
  • 2) Φτάνω:
    • εις γέρα κατανταίνεις (Ριμ. κόρ. 674).

[<καταντώ κατά τα σχ. βαστώ - βασταίνω, αρρωστώ - αρρωσταίνω, κτλ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Δημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
καταντήνω,
βλ. κατανταίνω.
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες