Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νούφαρο το [núfaro] Ο41 : πολυετές υδρόβιο φυτό με μεγάλα στρογγυλά φύλλα και λευκά άνθη που επιπλέει στο νερό των λιμνών.
[μσν. νούφαρο < νενούφαρο με απλολ. [nenu > nu] < αραβ. nenūfar -ο]
[Λεξικό Κριαρά]
- νουφαροζούλαπον το.
-
- Είδος σιροπιού (βλ. ζουλάπιν) από νούφαρα:
- (Ιατροσ. κώδ. σδ́).
[<ουσ. νούφαρον + ζουλάπιν]
- Είδος σιροπιού (βλ. ζουλάπιν) από νούφαρα: