Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιάου [náu] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή της γάτας: H γάτα κάνει ~ ~. || (ως ουσ.): Aκούστηκε ένα ~ / ~ ~, νιαούρισμα. ΦΡ τι κάνει ~ ~ στα κεραμίδια*.
[ηχομιμ. ίσως [*miáw > *mιáw > náw] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιαουρίζω [naurízo] Ρ2.1α : 1.για γάτα που κάνει νιάου νιάου. 2. (μειωτ., προφ.) για άνθρωπο που μιλάει ή που κλαίει με συρτή και σιγανή φωνή.
[νιάου -ρίζω δηλωτικό ήχου, σύγκρ. γκαρίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιαούρισμα το [naúrizma] Ο49 : 1.η φωνή της γάτας. 2. (μειωτ., προφ.) για ομιλία ή για κλάμα που μοιάζει με τη φωνή της γάτας.
[νιαουρισ- (νιαουρίζω) -μα]