Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νηπενθές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νηπενθές το [nipenθés] Ο (βλ. Ε10) : (βοτ.) εντομοφάγο φυτό που ευδοκιμεί στις τροπικές χώρες.

[λόγ. < γαλλ. népènthes (στη νέα σημ.) < λατ. nepenthes `φυτό που ο χυμός του διώχνει τις έγνοιες΄ < αρχ. νηπενθές `κτ. που διώχνει τη λύπη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες