Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μυρίος, επίθ.· μύριος.
-
- 1) Άπειρος, αναρίθμητος
- α) (με περιληπτ. ουσ.):
- (Χούμνου, Κοσμογ. 476, 561)·
- (συνηθέστ. στον πληθ.):
- (Αχιλλ. L 487), (Γεωργηλ., Βελ. Λ 494)·
- β) (ως σύστ. αντικ.):
- Μυρία δε φιλήσαντες (Διγ. Z 2950)·
- γ) (με προηγ. το αριθμητ. χίλιοι, ‑ες, ‑α):
- χίλιους μύριους λογισμούς κακούς στο νου τση βάνει (Ερωτόκρ. Έ 702)·
- (εδώ ως σύστ. αντικ.):
- λαλεί και λέγει χίλια μύρια (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1045).
- α) (με περιληπτ. ουσ.):
- 2) Πολύ μεγάλος, τεράστιος·
- (εδώ μεταφ.) πολύ αξιόλογος, σπουδαίος:
- η τέχνη σου είναι μύρια (Φορτουν. Ά 174).
- (εδώ μεταφ.) πολύ αξιόλογος, σπουδαίος:
- Το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ. = πάρα πολύ:
- μύρια τα στενάζω (Λίβ. Sc. 2845).
[αρχ. επίθ. μυρίος. Ο τ. και σήμ. κρητ.· στον πληθ. κοιν.]
- 1) Άπειρος, αναρίθμητος
[Λεξικό Κριαρά]
- μυριοσαϊτεμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που πληγώθηκε άπειρες φορές από βέλη·
- (εδώ του Έρωτα):
- κορμί … μυριοσαϊτεμένο (Ch. pop. 542).
- (εδώ του Έρωτα):
[<μυριο‑ + μτχ. παρκ. του σαϊτεύω]
- Που πληγώθηκε άπειρες φορές από βέλη·
[Λεξικό Κριαρά]
- μυριοσκορπίζω.
-
- (Μέσ.) σκορπίζομαι σε πάρα πολλά μέρη·
- (εδώ μεταφ.):
- η φαντασία μου εις το παντός … εμυριοσκορπίστην (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 28).
- (εδώ μεταφ.):
[<μυριο‑ + σκορπίζω]
- (Μέσ.) σκορπίζομαι σε πάρα πολλά μέρη·
[Λεξικό Κριαρά]
- μυριοσκορπώ.
-
- (Μέσ.) σκορπίζομαι σε πολλά διαφορετικά σημεία:
- τα λιθάρια … να μυριοσκορπούνται (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2760).
[<μυριο‑ + σκορπώ]
- (Μέσ.) σκορπίζομαι σε πολλά διαφορετικά σημεία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυριόστομος -η -ο [mirjóstomos] Ε5 : (για φωνή) που βγαίνει ταυτόχρονα από το στόμα πολυάριθμων ανθρώπων: Mυριόστομη κραυγή.
[μσν. μυριόστομος < μυριο- + στόμ(α) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυριοστός -ή -ό [miriostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός δέκα χιλιάδες. (έκφρ.) για μυριοστή φορά, πάρα πολλές φορές: Σου το είπα για μυριοστή φορά. || (ως ουσ.) το μυριοστό, το ένα από τα δέκα χιλιάδες ίσα μέρη ενός συνόλου.
[λόγ. < αρχ. μυριοστός]