Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μύθευμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύθευμα το [míθevma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : ψευδής ή ανακριβής λόγος: Οι πληροφορίες αποδείχτηκαν μυθεύματα.

[λόγ. < ελνστ. μύθευμα `πλο κή θεατρικού έργου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες