Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μωρέ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μωρέ [moré] επιφ. : συνήθ. συνοδεύεται από επιφωνηματική φράση ή πρόταση και εκφράζει ανάλογα με το νόημα του λόγου ή το χρωματισμό της φωνής ποικίλα συναισθήματα· βρε· (πρβ. ρε). 1α. χαρά, ξάφνιασμα: ~ τι έκπληξη / τι χαρά ήταν αυτή! || συμπάθεια, οικειότητα: Xρόνια σου πολλά ~! || θαυμασμό: ~ τι μαλλί / τι σώμα είναι αυτό! β. παράκληση: Έλα ~, κάνε μου το χατίρι. Άντε ~, ξέχασέ το· σε παρακαλώ. γ. ανησυχία, ήπια αγανάκτηση. Γιατί, ~ παιδιά, κάνετε τόσο θόρυβο; δ. έντονη αγανάκτηση (συνήθ. σε ερωτηματικό λόγο): Aμάν ~ βαρέθηκα / δεν υποφέρεστε / δε σας αντέχω! || (ειρ.): ~ μπράβο αναίδεια / θράσος / συμπεριφορά. ~ σαν δεν ντρέπεστε λέω εγώ! ~ δάσκαλος να σου πετύχει! 2. με κλητική πτώση, προσφώνηση· ωρέ: Tι κάνετε, ~ εσείς, εκεί κάτω; Εγέρασα, ~ παιδιά.

[μσν. μωρέ κλητ. του αρχ. επιθ. μωρός]

[Λεξικό Κριαρά]
μωρέ, επιφ.· βρε· μπρε.
  • Κλητικό επιφ. συν. με προσβλητική ή επιτιμητική χροιά:
    • μωρέ Σαρακηνέ (Αρμούρ. 58
    • μπρε ουδετιποτένιε (Συναδ. φ. 61r).

[κλητ. του επιθ. μωρός ως επιφ. Η λ. (Somav.) και ο τ. βρε και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες