Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυριοι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύριοι -ες -α [mírii] Ε6 & (στη σημ. 2) [mírji] Ε4 : 1. (στην αρχαιότητα) ο αριθμός δέκα χιλιάδες. 2. πολυάριθμοι: H νεολαία είναι εκτεθειμένη σε μύριους κινδύνους. (έκφρ.) χίλιοι ~, (για έμφαση) πολυάριθμοι: Xίλιες μύριες ταλαιπωρίες. Xίλιοι, ~ καλογέροι σ΄ ένα ράσο τυλιγμένοι, το ρόδι, σε αίνιγμα. ~ όσοι, πολυάριθμοι: ~ όσοι πέρασαν το μάθημα και δε θα τα καταφέρεις εσύ; Πέρασε μύριες όσες ταλαιπωρίες / μύρια όσα βάσανα. ΦΡ (τα) μύρια όσα, για αμέτρητα βάσανα: Πέρασε (τα) μύρια όσα.

[ [mírji] : αρχ. μύριοι `δέκα χιλιάδες άνθρωποι, αμέτρητοι΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· [mírii] : λόγ. < αρχ. μύριοι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες