Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπασιάς
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλεστής [alestís] ο, pl αλεστάδες
  • ① obsol grinder:
    • ο πρώτος τύπος του χερόμυλου ήτανε μια πέτρα κάπως βαθουλή κ' ένα πέτρινο γουδόχερο, που το κινούσαν από πάνου τα χέρια του αλεστή και συχνότερα της αλέστρας (Vlachogiannis)
  • ② person bringing grain to the mill to be ground (syn απαλέτης, απαλεστής):
    • οι αλεστάδες καθισμένοι στις πεζούλες της μπασιάς | άκουγαν ξαγρυπνημένοι παλιό μύθο της ξωθιάς (Dimitrakos)

[der of αλέθω: aor άλεσα]

[Λεξικό Κριαρά]
βιτουάρια (II) τα.
  • Προμήθειες τροφών:
    • να σφαλίσει τας εμπασίας να μη τους έρχονται βιτουάρια (Δωρ. Μον. ΧΧVII).

[<ουσ. βιτουάρια η]

[Λεξικό Κριαρά]
εμβασία η· εμπασά· εμπασία· ’μπασία.
  • 1)
    • α) Είσοδος:
      • εμπασία του παλατιού (Σουμμ., Ρεμπελ. 189
    • β) πέρασμα, δίοδος, δρόμος:
      • να σφαλίσει τας εμπασίας (Δωρ. Μον. ΧΧVII).
  • 2) Σύνορα· παραμεθόρια περιοχή:
    • πόθε οδεύεις της Παλαιστίνης εμπασάν (Χούμνου, Κοσμογ. 706).
  • 3) Έφοδος, επίθεση:
    • τα κονδάρια τρίφθησαν σ’ εκείνη τη ’μπασία (Αλεξ. 853).

[<ουσ. έμβασις + κατάλ. ία. Ο τ. εμπασά στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Τ. εμβασιά στο Du Cange. Η λ. στο Du Cange App. και το LBG]

[Λεξικό Κριαρά]
μηνύω· μηνυώ.
— Βλ. και μηνώ.
  • Ά Μτβ.
    • 1) Προαναγγέλλω, πληροφορώ:
      • μηνύειν σοι τα μέλλοντα και προγινώσκειν τόσον (Γλυκά, Στ. 23· Διγ. Z 4248).
    • 2) Στέλνω μήνυμα, είδηση, γνωστοποιώ, αναγγέλλω:
      • (Σφρ., Χρον. 6416), (Κορων., Μπούας 22
      • εφώνησε τους φίλους του την λύτρωσιν μηνύων (Διγ. Z 3150).
    • 3) Προσκαλώ:
      • μηνυθείς (ενν. ο Ιμπρεΐμ μπασίας) υπό του αυθεντός, όπως συνδειπνήσῃ αυτῴ (Έκθ. χρον. 792).
  • Β́ (Αμτβ.) στέλνω μήνυμα, εντολή:
    • στον καπετάνιον έστειλε και μηνύει (Κορων., Μπούας 27).

[αρχ. μηνύω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μπασίας, μπασιάς ο,
βλ. πασάς.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες