Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαρούφα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαρούφα η [barúfa] Ο25α : (οικ.) εντυπωσιακός λόγος που όμως δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια· (πρβ. μπούρδα): Tελικά η συνταρακτική είδηση αποδείχτηκε ~.

[ιταλ. baruffa `μπερδεμένος καβγάς΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες