Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόκοιλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μονόκοιλος, επίθ.
  • Που γεννήθηκε μαζί με άλλον (ή άλλους) στην ίδια γέννα· εδώ το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. προκ. για δίδυμα:
    • εγέννησεν … η ρήγαινα δύο μονόκοιλα (Μαχ. 62428).

[<μονο‑ + ουσ. κοιλιά. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες