Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μιτσός, επίθ.
-
— Βλ. και μιτσύς.
- 1) (Προκ. για μέγεθος) μικρός:
- ένα μιτσό (ενν. βόλι) με φτάνει, … ζιμιό να μ’ αποθάνει (Κατζ. Β́ 35).
- 2) Μικρός στην ηλικία, νεαρός:
- ήμουνε μιτσή, κορασοπούλα (Πανώρ. Ά 247).
[<αρχ. επίθ. μικκός με τροπή του κ σε τσ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Προκ. για μέγεθος) μικρός: