Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μητάτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μητάτον το· μητάτο.
  • 1) Η υποχρέωση των πολιτών να παρέχουν κατάλυμα στους κρατικούς υπαλλήλους, πολιτικούς ή στρατιωτικούς, που ταξιδεύουν για εκτέλεση αποστολής:
    • (Ιστ. Ηπείρ. XII10).
  • 2) (Συνεκδ.) κατάλυμα· (εδώ σκωπτ.):
    • όλοι οι παπάδες έχουσιν το σπίτιν της μητάτον (Σαχλ., Αφήγ. 718).
  • 3) Στάνη:
    • Ας πάμε στο μητάτο μας, όλ’ οι βοσκοί να ’ρθούσι (Πανώρ. Έ 367).

[<λατ. metatum. Τ. με‑ στο Meursius και στο Du Cange. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Γ.Τ. Κόλιας, Αθ. 51, 1941, 142). Η λ. τον 6. αι., σε έγγρ. 11.-14. αι., κ.α. (ά. γρ. μι‑)· βλ. και ODB, λ. mitaton]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες