Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελαψός -ή -ό [melapsós] & μελαμψός -ή -ό [melampsós] Ε1 : (για πρόσ.) που έχει πολύ σκούρο δέρμα: Mελαψό πρόσωπο. Οι Άραβες ανθρωπολογικά ανήκουν στη λευκή φυλή, το δέρμα τους όμως είναι κάπως μελαμψό.
[-μψός: μσν. μελαμψός < *μελανοψός με ανομ. αποβ. του πρώτου [o] < μελαν(ός) + όψ(η) -ός· -ψός: αποβ. του [m] πριν από [ps] ]