Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεγαλοφυής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλοφυής -ής -ές [meγalofiís] Ε10 : α. (για πρόσ.) που τον χαρακτηρίζει κάποια εξαιρετική, πνευματική ικανότητα· (πρβ. ιδιοφυής): ~ στρατηγός / εφευρέτης / καλλιτέχνης. β. για ανθρώπινη ενέργεια που είναι αποτέλεσμα εξαιρετικής πνευματικής ικανότητας: ~ ιδέα / σκέψη. Mεγαλοφυές σχέδιο / τέχνασμα. μεγαλοφυώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. μεγαλοφυής· λόγ. < ελνστ. μεγαλοφυῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go