Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μασσαρία η· μασσαριά· μεσσαρία· μεσσαριά.
-
- Αντικείμενο της κινητής περιουσίας, συν. έπιπλο ή σκεύος (ιδ. πολύτιμο)· οικοσκευή, νοικοκυριό:
- επήραν … χρυσάφιν, καρτσά, μασσαρίες (Βουστρ. 208· 1083)·
- μασσαρία του σπιτιού (Σεβήρ., Διαθ. 192)·
- Ας έν κερά στην μεσσαριά (Φαλιέρ., Λόγ. 175).
[<βεν. massaria (και μεσν. λατ., Du Cange, Lat., στη λ. 1). Η λ. στο Meursius (‑σ‑) και σήμ. κρητ. και κυπρ.]
- Αντικείμενο της κινητής περιουσίας, συν. έπιπλο ή σκεύος (ιδ. πολύτιμο)· οικοσκευή, νοικοκυριό: