Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακρολογώ [makroloγó] Ρ10.9α : μιλώ με πολλά και συνήθ. περιττά λόγια· μακρηγορώ.
[λόγ. < αρχ. μακρολογῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μακρολογώ.
-
- Μιλώ πολύ, μακρηγορώ:
- (Διήγ. παιδ. 552).
[αρχ. μακρολογέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Μιλώ πολύ, μακρηγορώ: