Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λόγ. < γαλλ.
679 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-αλγία [aljía] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά αφηρημένα ουσιαστικά· (συνήθ. ιατρ.) δηλώνει την ύπαρξη άλγους, πόνου στο μέρος του σώματος που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: ισχι~, κεφαλ~, καρδι~, οδοντ~, οσφυ~.

[λόγ. < αρχ. -αλγία (< ἄλγ(ος) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. κεφαλ-αλγία & νλατ. -algia < αρχ. -αλγία: εντερ-αλγία < γαλλ. entéralgie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άνθρωπος [ánθropos] : το ουσ. άνθρωπος ως β' συνθετικό: 1. σε σύνθετα ουσιαστικά· συνήθ.: α. με όνομα (επίθετο ή ουσιαστικό) ως α' συνθετικό: αγρι~, ασχημ~, βρομ~, ομορφ~. || αρχοντ~, αφεντ~, λεβεντ~· χιον~, φτιαγμένος από χιόνι. || διαστημ~. β. με το όνομα ενός ζώου ως α' συνθετικό: αρκουδ~, γαϊδουρ~, γουρουν~, κτην~, για κπ. που μοιάζει στην εμφάνιση με το ζώο που δηλώνει το α' συνθετικό ή κυρίως για άξεστο άνθρωπο. || βατραχ~. || πιθηκ~, ονομασία προϊστορικού ανθρωποειδούς. 2. με ρηματικό α' συνθετικό: μισ~. 3. σε σύνθετα επίθετα: πολυ~.

[1α: αρχ. -άνθρωπος < ουσ. ἄνθρωπος ως β' συνθ.: αρχ. φιλ-άνθρωπος· 1β-3: & λόγ. < αρχ. -άνθρωπος: αρχ. μισ-άνθρωπος & διεθ. -anthropus < αρχ. -άνθρωπος: πιθηκ-άνθρωπος < γαλλ. pithécanthrope & σε μτφρδ.: βατραχ-άνθρωπος < αγγλ. frogman]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άνιο [ánio] : (χημ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για την απόδοση ξένων όρων που δηλώνουν χημικές ενώσεις: αιθάνιο, εξάνιο, μεθάνιο, οκτάνιο, πεντάνιο, προπάνιο.

[λόγ. < γαλλ. -an(e) -ιον: αιθ-άνιο < γαλλ. éthane]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ανός -ανή -ανό [anós] : επίθημα επιθέτων· (βλ. -ιανός -ιανή -ιανό)· παράγονται: 1. από επιρρήματα ή ουσιαστικά και χαρακτηρίζουν το προσδιοριζόμενο από χρονική άποψη: (αύριο) αυριανός, (Δεκέμβριος) δεκεμβριανός, (Οκτώβριος), οκτωβριανός· (πρβ. -ιάτικος). || σε κύρια ονόματα που προέρχονται από ουσιαστικοποίηση του πληθυντικού του ουδέτερου γένους, δηλώνει το συγκεκριμένο γεγονός που έγινε κατά το χρόνο που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (Iούλιος) Iουλιανά, (Δεκέμβριος) Δεκεμβριανά. 2. από κύρια ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι δημιούργημα του συγκεκριμένου προσώπου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (Γρηγόριος) γρηγοριανός, (Θεοδόσιος) θεοδοσιανός.

[1: μσν. επίθημα -ανός & λόγ. < μσν. -ανός < αρχ. επίθημα -ανός: αρχ. στεγ-ανός & λατ. -anus ( [-ánus] ) με προσαρμ. στο ίδιο τονικό σχ.: ελνστ. Ῥωμ-ᾶνος, Ῥωμ-ανός, ελνστ. ή μσν. παγ-ανός < Romanus (Rom-anus, αρχικά Roma-nus), paganus· 2: λόγ. < γαλλ. -en, ιταλ. -ano, νλατ., μσνλατ. -anus, με βάση κύρ. ον. και τοπων.: Γρηγορι-ανός (Γρηγόρι-ος) < μσνλατ. Gregorianus (< Gregorius)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-αρχία 2 : (φιλοσ.) β' συνθετικό σε θηλυκά αφηρημένα ουσιαστικά· δηλώνει φιλοσοφικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο πρωταρχικό και καθοριστικό ρόλο στην απόκτηση βιοθεωρίας και γνώσης έχει αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: αισθησι~, βουλησι~, νοησι~.

[λόγ. < αρχ. ἀρχ(ή) `φιλοσοφική αρχή΄ -ία για απόδ. φιλοσ. όρων σε -ism(e) (δες στο -ισμός) ως β' συνθ.: αισθησι-αρχία < γαλλ. sensualisme, βουλησι-αρχία < γαλλ. volontarisme]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-βάτης [vátis] : β' συνθετικό σε σύνθετα συχνά λόγια ή επιστημονικά αρσενικά ουσιαστικά τα οποία δηλώνουν: I. πρόσωπο· συνήθ. έχει την έννοια του βαδίζω, περπατώ: α. επάνω σ΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ορει~, σχοινο~. β. στο χρονικό διάστημα ή με τις συνθήκες που εκφράζει το α' συνθετικό: υπνο~, αυτός που περπατά όταν κοιμάται. II. τοπογραφικό όργανο: χωρο~.

[λόγ. < αρχ. -βάτης (< ρ. βαίνω) ως β' συνθ.: αρχ. ὀρει-βάτης `που ζει στα βουνά΄, στυλο-βάτης, ελνστ. χωρο-βάτης & μτφρδ.: υπνο-βάτης < γαλλ. somnambule]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-γένεση [jénesi] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει τη δημιουργία, το σχηματισμό αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό· (πρβ. -γονία): ηπειρο~, ιζηματο~, οντο~, ορεο~, πετρο~, τερατο~. || (ιατρ.) ιστο~, καρκινο~, οδοντο~, οστεο~.

[λόγ. < γαλλ. -génèse < αρχ. γέ νε(σις) `παραγωγή, δημιουργία΄ -ση ως β' συνθ.: παρθενο-γένεση < γαλλ. parthenogénèse]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-γενής -ής -ές [jenís] : (συνήθ. επιστ.) β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· συνήθ. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. ανάγει, οφείλει την προέλευσή του, τη σύστασή του σ΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -γόνος): διαβρωσι~, ηφαιστειο~, κοραλλιο~, προσχωσι~, σεισμο~. 2. παρουσιάζεται, εμφανίζεται με τη χρονική σειρά που εκφράζει το α' συνθετικό: δευτερο~, πρωτο~, υστερο~.

[λόγ. < αρχ. -γενής θ. συγγ. του ουσ. γένος (ρ. γίγνομαι `γεννιέμαι, γίνομαι΄) ως β' συνθ., παραγωγικό επιθέτων: αρχ. μονο-γενής `μοναχοπαίδι΄, ὁμο-γενής `του ίδιου γένους΄, πρωτο-γενής `πρωτοδημιούργητος΄ (ελνστ. σημ.: `πρωτότοκος΄), ελνστ. ἀλλο-γενής `διαφορετικής φυλής΄ & διεθ. -gen- < αρχ. -γενής: ενδο-γενής < γαλλ. endogène ή αγγλ. endogenous]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-γλωσσία [γlosía] : β' συνθετικό θηλυκών αφηρημένων ουσιαστικών· δηλώνει την κατάσταση που επικρατεί από γλωσσική άποψη εξαιτίας της επίδρασης των στοιχείων που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: καθαρο~, ομο~, πολυδι~. || (ιατρ.) βραδυ~.

[λόγ. < ελνστ. -γλωσσία (< -γλωσσ(ος) -ία) ως β' συνθ.: ελνστ. κακο-γλωσσία, μσν. βραδυ-γλωσσία & διεθ. -glossia < ελνστ. -γλωσσία: δι-γλωσσία < γαλλ. diglossie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-γλωσσος -η -ο [γlosos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· συνήθ. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. (με α' συνθετικό συνήθ. απόλυτο αριθμητικό) απαντά, υπάρχει στον αριθμό των γλωσσών που υποδηλώνει το α' συνθετικό: δί~, τρί~, τετρά~. 2. χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που συνεπάγεται το α' συνθετικό: α. προσδιορίζει πρόσωπο που μιλάει γλυκά, άσχημα κτλ.: γλυκό~, κακό~, πικρό~. β. προσδιορίζει κείμενο ή κάτι άλλο σχετικό: ελληνό~, ξενό~.

[2α: θ. του ουσ. γλώσσ(α) -ος· 1, 2β: λόγ. < αρχ. -γλωσσος, -γλωττος θ. του ουσ. γλῶσσ(α), αττ. γλῶττ(α) -ος ως β' συνθ.: αρχ. δί-γλωσσος, ελνστ. πολύ-γλωσσος (δες λ.) & διεθ. -glosse, -glotte < αρχ. -γλωσσος, -γλωττος: ετερό-γλωσσος < γαλλ. hétéroglotte, ισό-γλωσσο < γερμ. Isoglosse]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...68   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες