Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαγάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λαγάζω.
  • Ησυχάζω, παύω να κάνω κ.:
    • οι όξω να κολλούσινε αρκομπουζές στη χώρα και να μηδέ λαγάζουνε, να φοβηθού μιαν ώρα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 36618).

[<αόρ. του λαγαίω, που απ. σε επιγρ. (L‑S). Τ. λαγιάζω σήμ. ιδιωμ., μάλλον άσχ. προς το κοιν. καταλαγιάζω (βλ. ά. λλ‑). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες