Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόλακας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόλακας ο [kólakas] Ο5 : αυτός που συστηματικά επιδίδεται σε κολακείες για να ικανοποιήσει ιδιοτελείς σκοπούς.

[αρχ. κόλαξ, αιτ. -ακα]

[Λεξικό Κριαρά]
κόλακας ο,
βλ. κόλαξ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες