Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρατητήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρατητήριο το [kratitírio] Ο40 : ειδικός χώρος σε αστυνομικό τμήμα για τους κρατουμένους.

[λόγ. κρατη- (κρατώ) -τήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες