Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρίκερ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρίκερ το [kríker] Ο (άκλ.) : ειδικό ποτήρι για την μπίρα.

[γερμ. Krüge (σε προφ. νότ. διαλέκτων), πληθ. του Krug (προσθήκη [r] ;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες