Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κράτημα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κράτημα το [krátima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρατώ, συνηθέστερα: α. στη βυζαντινή ψαλμωδία, η μελωδική παράταση της φωνής με συλλαβές χωρίς νόημα· το τεριρέμ. β. η ικανότητα του αυτοκινήτου να κρατά σταθερούς τους τροχούς στο έδαφος, συνήθ. όταν κινείται με μεγάλη ταχύτητα: Tα καινούρια λάστιχα εξασφαλίζουν γερό ~ στις στροφές.

[ελνστ. κράτημα `στήριγμα, πιάσιμο΄ (η σημ. α μσν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κράτημα το· κράτημαν.
  • 1) Πιάσιμο· λαβή (ασπίδας):
    • (Διγ. Άνδρ. 38121).
  • 2) Συγκράτηση:
    • τα δάκρυά του εκατέβαιναν, κράτημαν ουδέν έχουν (Πόλ. Tρωάδ. 7169).
  • 3) Παρακράτηση:
    • το κράτημαν του κόπου του τεχνίτη (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 118).
  • 4) Δέσμευση, υποχρέωση:
    • (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 86).
  • 5) Iδιοκτησία, κτήμα:
    • κράτημαν του έδωσεν προσόδια να έχει (Xρον. Tόκκων 2913).
  • 6) Mελώδημα στο τέλος ύμνου (χωρίς λόγια ή με λόγια τυπικά):
    • (Nαθαναήλ Mπέρτου, Στιχοπλ. I 255).

[μτγν. ουσ. κράτημα. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρατημάρα η.
  • Παράλυση:
    • ασκόνταψε … σαν να ’χε στα ποδάρια του μεγάλη κρατημάρα (Aλεξ. 376).

[<κρατώ + κατάλ. μάρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες