Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουράδι το [kuráδi] Ο44 : η κουράδα.
κουραδάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. κουράδιον ίσως < ελνστ. *σκωράδιον υποκορ. του αρχ. σκῶρ (δες στο σκατό), με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [r] (αποβ. του [s] ;)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουράδιν το· κουράδι.
-
- Ποίμνιο:
- άρμεξε το κουράδι (Πανώρ. Β´ 131).
[<ουσ. κουρά + κατάλ. ‑άδιν ή με ιταλ. προέλ. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]
- Ποίμνιο:
[Λεξικό Κριαρά]
- κουράδιον το.
-
- Περίττωμα:
- Ανοίξω το στόμα σου και βάλω τρία κουράδια (Σπανός A 61).
[<ουσ. *σκωράδιον <αρχ. σκωρ. Τ. ‑ι στο Somav. και σήμ.]
- Περίττωμα: