Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κομπώνω· γκομπώνω· κομπώννω· κουμπώνω· αόρ. ?εκομπήθησαν.
-
- I. Ενεργ.
- 1) «Δένω» κάπ. με μάγια:
- νομίζουν κατεργάζεται (ενν. ο Ιωσήφ) μάγια να τους κομπώνει (Χούμνου, Κοσμογ. 1614).
- 2) Εξαπατώ, ξεγελώ:
- γιατί με απαρνίστηκες, μόνον εκόμπωσές με (Διγ. O 1753).
- 1) «Δένω» κάπ. με μάγια:
- II. Μέσ.
- 1) Γελιέμαι:
- μην κομπωθείς πως αγαπά (ενν. ο βασιλιάς) τον κύρη σου κι εσένα (Ερωτόκρ. Α´ 228).
- 2) Aυταπατώμαι· καυχιέμαι:
- κείνοι οπού κουμπώνουνται και λέγουν κι έχουν φίλους … έσφαλαν και πλανώνται (Σαχλ. Β´ P 170).
- 1) Γελιέμαι:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Ψεύτικος, απατηλός:
- αγάπη κομπωμένη (Ερωτόκρ. Γ´ 455).
- 2) «Φαντασμένος»:
- (Αλεξ. 1815).
- 1) Ψεύτικος, απατηλός:
[<κομβόω (Ησύχ., Γλωσσάρ.) <ουσ. κόμβος. Τ. κομβ‑ τον 9. αι. Ο τ. ‑ννω και σήμ. κυπρ. Ο τ. κου‑ στο Somav. και σήμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Ενεργ.