Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κινητοποίηση η [kinitopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κινητοποιώ· η δραστηριοποίηση ενός συνόλου ανθρώπων, συνήθ. οργανωμένων, για την αντιμετώπιση ενός επείγοντος περιστατικού, την ικανοποίηση ενός αιτήματος, την επιτυχία ενός στόχου: H έγκαιρη ~ του στρατού απέτρεψε μεγαλύτερες καταστροφές. H ~ των φοιτητών. Θα αρχίσουν απεργιακές κινητοποιήσεις με αίτημα τη μονιμοποίηση των εκτάκτων.
[λόγ. κινητοποιη- (κινητοποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κινητοποιώ [kinitopió] -ούμαι Ρ10.9 : δραστηριοποιώ ένα σύνολο ανθρώπων, συνήθ. οργανωμένων, ώστε να αναλάβουν δράση για την αντιμετώπιση ενός επείγοντος περιστατικού, την ικανοποίηση ενός αιτήματος, την επιτυχία ενός στόχου: ~ το λαό / τον κρατικό μηχανισμό. Tα κόμματα κινητοποιήθηκαν ενόψει των εκλογών. Όλη η δύναμη της πυροσβεστικής κινητοποιήθηκε για την κατάσβεση της πυρκαγιάς. || Πρέπει να κινητοποιηθείς για να βρεις δουλειά, να ενεργήσεις δραστήρια, να δραστηριοποιηθείς.
[λόγ. κινητ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. mobiliser]
[Λεξικό Κριαρά]
- κινητός, επίθ.
-
- (Προκ. για περιουσιακό στοιχείο) που δε συνίσταται σε «ακίνητο», κινητή (περιουσία):
- να επάρω και μετ’ εμέ … από του κινητού μου βίου το πλέον μεριδικόν (Σφρ., Χρον. 12614· Ασσίζ. 42324).
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = κινητή περιουσία:
- (Βακτ. αρχιερ. 150).
[αρχ. επίθ. κινητός. Το ουδ. ως ουσ. και σήμ. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για περιουσιακό στοιχείο) που δε συνίσταται σε «ακίνητο», κινητή (περιουσία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κινητός -ή -ό [kinitós] Ε1 : 1. που λόγω της φύσης ή της κατασκευής του μπορεί να κινείται, να μετακινείται ή να μεταφέρεται: Kινητό εξάρτημα. Kινητή γέφυρα. Kινητό ουραίο*. Kινητή περιουσία, που δεν είναι κτηματική, που αποτελείται από αντικείμενα που μπορούν να μεταφερθούν. Kινητές αξίες, χρηματιστηριακοί τίτλοι, ομόλογα, μετοχές κτλ. || ~ πληθυσμός, που δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένος σε έναν τόπο. || (έκκλ.) Kινητές εορτές, θρησκευτικές γιορτές των οποίων η ημερομηνία δεν είναι σταθερή κάθε χρόνο, αλλά εξαρτάται από την ημερομηνία κατά την οποία εορτάζεται το Πάσχα. || Kινητή τηλεφωνία, η ασύρματη τηλεφωνία. Kινητό τηλέφωνο και ως ουσ. το κινητό, η συσκευή της ασύρματης τηλεφωνίας. 2. για τμήμα υπηρεσίας, μονάδα κτλ., που μετακινείται με ειδικό όχημα σε διαφορετικές κάθε φορά περιοχές: Kινητή μονάδα αιμοληψίας. Kινητή βιβλιοθήκη*. Kινητό συνεργείο της τηλεόρασης, για εξωτερικές λήψεις.
[λόγ. < αρχ. κινητός `που μπορεί να μετακινηθεί΄ & σημδ. γαλλ. & αγγλ. mobile]