Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κινά το [kiná] Ο (άκλ.) : είδος κόκκινης φυτικής βαφής.
[τουρκ. kina < αραβ. hinnā]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κίναιδος ο [kíneδos] Ο20 : (μειωτ.) ο παθητικός ομοφυλόφιλος.
[λόγ. < αρχ. κίναιδος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιναισθησία η [kinesθisía] Ο25 : (φυσιολ.) αίσθηση με την οποία γίνονται αντιληπτές οι μυϊκές κινήσεις και συστολές.
[λόγ. < γαλλ. kinesthésie < αρχ. κίν(ησις) + αἴσθησ(ις) -ie = -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κιναισθητικός -ή -ό [kinesθitikós] Ε1 : (φυσιολ.) που αναφέρεται στην κιναισθησία: Kιναισθητική αίσθηση, η αίσθηση με την οποία γίνεται αντιληπτή η μυϊκή κίνηση. Kιναισθητική ψευδαίσθηση, ψευδαίσθηση της κίνησης του σώματος και των μυϊκών συστολών.
[λόγ. < γαλλ. kinesthétique < kinesthé(sie) = κιναισθη(σία) -tique = -τικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- κινάλι(ν) το.
-
- (Nαυτ.) παλαμάρι με πέντε κλωνία προσαρμοσμένο σε μια τροχαλία με πέντε καλώδια, καθώς και η ίδια η τροχαλία:
- γούμενες της μεντζάνας και των κιναλίων (Kαραβ. 49925).
[<βεν. chinal - ιταλ. quinale]
- (Nαυτ.) παλαμάρι με πέντε κλωνία προσαρμοσμένο σε μια τροχαλία με πέντε καλώδια, καθώς και η ίδια η τροχαλία:
[Λεξικό Κριαρά]
- κινάλιμα το.
-
- (Nαυτ.) κινάλιν (βλ. ά.) ή κ. σχετικό με αυτό:
- μενάλια των κιναλιμάτων (Kαραβ. 50124‑5).
[πιθ. <ουσ. κινάλι(ν) + κατάλ. ‑μα]
- (Nαυτ.) κινάλιν (βλ. ά.) ή κ. σχετικό με αυτό:
[Λεξικό Κριαρά]
- κινάς ο· οκνάς.
-
— Πβ. και χινέα και χενά.
- Eίδος ερυθράς χρωστικής ουσίας από φύλλα φυτού, που χρησιμοποιείται για τη βαφή των μαλλιών, των νυχιών και του δέρματος:
- Έβαφε με τον οκνά τα δάκτυλά της; (Πηγά, Xρυσοπ. 335 (7)).
[<τουρκ. kina. T. κνας στο Somav. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ. λαϊκ.]
- Eίδος ερυθράς χρωστικής ουσίας από φύλλα φυτού, που χρησιμοποιείται για τη βαφή των μαλλιών, των νυχιών και του δέρματος: