Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανό
45 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανό το [kanó] Ο (άκλ.) : πολύ μικρή, ελαφριά, στενόμακρη λέμβος με επίπεδη επιφάνεια, που κινείται με ένα διπλό κουπί και στην οποία επιβαίνει συνήθ. ένα μόνο άτομο.

[λόγ. < γαλλ. canot (από γλ. της Καραϊβικής)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανοκιάλι το [kanokáli] Ο44 : (ναυτ.) ναυτική διόπτρα: Παρατηρούσε γύρω του με το ~.

[ιταλ. cannocchia l(e)]

[Λεξικό Κριαρά]
κανόλου, επίρρ.
  • (Με άρν.) διόλου:
    • (Ασσίζ. 28419).

[<έκφρ. καν όλως με επίδρ. του επιρρ. καθόλου]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανονάκι το [kanonáki] Ο44 : έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, σε σχήμα τραπεζίου με τη δεξιά πλευρά κάθετη προς τη μεγάλη βάση και με τις χορδές κατά μήκος των παράλληλων πλευρών· παίζεται με δύο πένες, δεμένες στους δείκτες των χεριών με μετάλλινες δαχτυλήθρες.

[κανόν(ι) 2 -άκι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανονάρχημα το [kanonárxima] Ο49 : η μελωδική απαγγελία ενός τροπαρίου κατά στίχους, που γίνεται πριν από τη μουσική εκτέλεση.

[κανοναρχη- (κανοναρχώ) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανονάρχης ο [kanonárxis] Ο10 & κανόναρχος ο [kanónarxos] Ο20 : (εκκλ.) βοηθός ψάλτη που απαγγέλλει μελωδικά τα τροπάρια κατά στίχους πριν από τη μουσική εκτέλεση.

[ελνστ. κανονάρχης `πρωτοψάλτης΄· μσν. κανονάρχος < κανονάρχ(ης) μεταπλ. -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
κανονάρχης ο· κανανάρχης.
  • 1) (Εκκλ.) κανονάρχος (βλ. ά.):
    • (Βακτ. αρχιερ. 137).
  • 2) (Mεταφ.) ο σύμβουλος, ο βοηθός:
    • έχεις με … και κανονάρχην συν αυτοίς και χωρικόν νοτάρην (Προδρ. I 99).

[<ουσ. κανών + άρχω. Η λ. τον 5. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κανονάρχος ο· καλονάρχος· κανανάρχος.
  • (Εκκλ.) βοηθός που υπαγορεύει μελωδικά την αρχή του ύμνου στον ψάλτη:
    • (Διγ. O 3000).

[<ουσ. κανονάρχης. Ο τ. καλο‑ στο Somav. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανοναρχώ [kanonarxó] Ρ10.11α : 1. (εκκλ.) εκτελώ το έργο του κανονάρχη, υπαγορεύω στον ψάλτη έναν έναν τους στίχους ενός τροπαρίου, απαγγέλλοντάς τους μελωδικά. 2. (μτφ.) συνήθ. μειωτικά, υποβάλλω σε κπ. τις απόψεις μου, τις οποίες αυτός υιοθετεί και επαναλαμβάνει σαν δικές του, του υπαγορεύω τι να πει ή τι να κάνει. ΦΡ όπως του κανοναρχάς ψέλνει, για άνθρωπο χωρίς προσωπικές απόψεις και χωρίς πρωτοβουλία, που γίνεται φερέφωνο και ενεργούμενο άλλων.

[μσν. κανοναρχώ < κανονάρχ(ης) -ώ]

[Λεξικό Κριαρά]
κανοναρχώ· καλαναρχώ· καναναρχώ.
  • 1) (Εκκλ.) κάνω τον κανονάρχο, διαβάζω, υπαγορεύω μελωδικά στον ψάλτη:
    • Ψάλλουν παπάδες, ιερείς, διάκοι κανοναρχούσι (Αλφ. 1545).
  • 2) (Mεταφ.) υποβάλλω, υπαγορεύω σε κάπ. ενέργειες ή τρόπο συμπεριφοράς:
    • Καλαναρχά η πολιτική και η μάννα της τα ψάλλει (Σαχλ. N 365).

[<ουσ. κανονάρχης + κατάλ. ω. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 9. αι. (Lampe, έω) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες