Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανταρέλ(λ)α
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κανταρέλ(λ)α η· ?καντερέδα.
  • (Πιθ.) τμήμα ιπποσκευής:
    • σέλες πολύτιμες μαζί και κανταρέλλες (Ιστ. Βλαχ. 2797).

[πιθ. <βεν. cantarela ή <ιταλ. canterella (και cantarella)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες