Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεριακή η [θerjakí] Ο29 : 1. φάρμακο που το χρησιμοποιούσαν ως αντίδοτο σε δηλητηριώδη δήγματα. 2. (παρωχ.) το όπιο.
[μσν. θηριακή `αντίδοτο, ισχυρό φάρμακο΄ (με τροπή του άτ. [ir > er] ) < θηριακή (ενν. αντίδοτος δόσις) `αντίδοτο για φαρμακερό δάγκωμα΄ ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. θηριακός `που αναφέρεται σε φαρμακερά ζώα΄ < ελνστ. θηρί(ον) `φαρμακερό ζώο΄ -ακός < αρχ. θηρίον `άγριο ζώο΄]
- θεριακή η,
- βλ. θηριακή.
- θεριακλής ο [θerjaklís] Ο8 θηλ. θεριακλού [θerjaklú] Ο37 : (οικ.) για να χαρακτηρίσουμε κπ. που του αρέσει κτ. υπερβολικά και κυρίως το μανιώδη καπνιστή ή αυτόν που του αρέσει υπερβολικά ο καφές.
[θεριακ(ή) -λής με επίδραση των τουρκ. tiryak `θεριακή΄ (< περσ. tiryak < ελνστ. ή μσν. θηριακή), tiryakî `θεριακλής, οπιομανής΄ (< περσ. tiryaki), tiryakîlik `θεριακλίκι΄· θεριακλ(ής) -ού]
- θεριακλίδικος -η -ο [θerjaklíδikos] Ε5 : (οικ.) που ικανοποιεί τις επιθυμίες του θεριακλή: ~ καφές.
θεριακλίδικα ΕΠIΡΡ: Ρούφηξε το τσιγάρο ~. [θεριακλ(ής) -ίδικος]
- θεριακλίκι το [θerjaklíki] Ο44α : (οικ.) το πάθος που χαρακτηρίζει το θεριακλή.
[θεριακλ(ής) -ίκι 1, με επίδρ. του τουρκ. tiryakîlik `θεριακλίκι΄]