Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλιοτροπισμός ο [iliotropizmós] Ο17 : η ιδιότητα που έχουν τα φυτά να στρέφονται προς το ηλιακό φως· (πρβ. φωτοτροπισμός).
[λόγ. < διεθ. helio- = ηλιο- + trop- < αρχ. τροπ(ή) `στροφή΄ -ism = -ισμός, ίσως και με ειδική αναφορά στο ελνστ. ἡλιοτρόπιον]



