Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουλίζω [zulízo] -ομαι Ρ2.1 : ζουλώ.
[μσν. ζουλίζω < αρχ. διυλίζω `φιλτράρω, στραγγίζω, ζουπάω΄, με τροπή [δi > z] (πρβ. διαβολιά > ζαβολιά) και [i > u] εξαιτίας του [l] (;)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζουλίζω.
-
- Ζουλώ, συνθλίβω:
- ταύτα πάντα ζούλισον εις το ογδίν (Ιατροσόφ. 9921)·
- την περικεφαλαία του ζουλίζει (Ερωτόκρ. Β´ 2007).
[<διυλίζω. Η λ. στα Ιππιατρικά (LBG), στο Du Cange (‑ίζειν) και σήμ.]
- Ζουλώ, συνθλίβω: