Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζορκος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ζόρκος, επίθ.
  • Γυμνός:
    • όχι να γδύνου τους πτωχούς και ζόρκους να τσ’ αφήσουν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 40917).

[άγν. ετυμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκας Β´ 22, Λάζαρης, Χυτήρης)· πβ. και τ. ζάρκος (Μπόγκας Α´ 127, Λιάπης, κ.α.)]

[Λεξικό Κριαρά]
ολόζορκος, επίθ.
  • Ολόγυμνος:
    • Μ’ απήτις εσκοτώνουντα, οι ζωντανοί τους 'γδύνα κι επαίρνανε τα ρούχα τως κι ολόζορκους τσ’ αφήνα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51824).

[<ολο+ επίθ. ζόρκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες