Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαλίκ%
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαλίκι το [zalíki] Ο44 & ζαλίκα η [zalíka] Ο25α : (λαϊκότρ.) φορτίο στους ώμους (ιδ. από ξύλα)· ζαλιά: Kουβάλησε ένα ~ ξύλα. ΦΡ παίρνω κπ. / κτ. ~, φορτώνομαι στους ώμους μου, ζαλικώνομαι.

[σλαβ.(;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαλικώνω [zalikóno] -ομαι Ρ1 : 1. (λαϊκότρ.) φορτώνω κτ. στην πλάτη (ανθρώπου ή ζώου)· ζαλώνω. || (παθ.) φορτώνομαι, παίρνω στους ώμους μου κτ. ή κπ. 2. (προφ., μτφ.) αναθέτω σε κπ. να κάνει κτ. κουραστικό ή επαχθές αντί για μένα· φορτώνω, αγγαρεύω, επιφορτίζω: Πάλι εμάς θα ζαλικώσει για / με τις δουλειές του. || (παθ.) υφίσταμαι (αντί για άλλον) κάποια δυσμενή συνέπεια· φορτώνομαι, επωμίζομαι: Tη ζαλικωθήκαμε τη ζημιά.

[ζαλίκ(ι) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες