Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευθη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ευθηνία η· ευθήνια· ευτήνια· ευτηνιά· φθήνια· φθηνιά· φτήνια· φτηνιά.
  • 1)
    • α) Αφθονία, επάρκεια αγαθών:
      • τα δέντρα ευφορήσονται και ευθηνία πολλή έσται (Σεισμολ. 88
    • β) ευημερία:
      • Οι δε εν ταις χώραις των Ρωμαίων εν ειρήνῃ και ευθηνίᾳ έσονται (Ωροσκ. 396).
  • 2) Φτήνια:
    • όντας λογιάσω την ευτηνιά τω γυναικώ (Στάθ. Α´ 70).
  • 3) Εποχή φτήνιας:
    • εις ακριβιά μ’ εφίλησες και σε φθηνιά μ’ αφήσες (Ch. pop. 497).
  • 4) Φρ. κάνω φτήνια = παρέχω με αφθονία, πλουσιοπάροχα:
    • ξεφορτώνει τα φαγιά και εις όλους φτήνια κάνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44318).

[μτγν. ουσ. ευθηνία. Ο τ. ευτηνιά στο Βλάχ. Οι τ. φθήνια και φτήνια και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ευθηνός, επίθ.· εύθηνος· ευτηνός· φτηνός.
  • 1)
    • α) Φτηνός:
      • εποίκασιν ψουμίν κι επουλούσαν το φτηνόν (Μαχ. 52232
    • β) (μεταφ.) τιποτένιος, ανάξιος λόγου:
      • (Σπαν. A 675
      • Θεωρείτε οι ακριβοί πώς ξοδιάζουν περίτου παρά τους φτηνούς (Μαχ. 43621).
  • 2) Γενναιόδωρος:
    • κάνει (ενν. ο έρωτας) τον ακριβό φτηνό (Ερωτόκρ. Α´ 587).

[<ουσ. ευθηνία + κατάλ. ός. Ο τ. ευτ‑ στο Βλάχ. Ο τ. φτηνός στο Somav. II (φτι‑, λ. mercato) και σήμ. Η λ. τον 6. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
ευθής, επίθ.
  • Δίκαιος:
    • (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 102).

[μτγν. επίθ. ευθής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες