Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εμβασία η· εμπασά· εμπασία· ’μπασία.
-
- 1)
- α) Είσοδος:
- εμπασία του παλατιού (Σουμμ., Ρεμπελ. 189)·
- β) πέρασμα, δίοδος, δρόμος:
- να σφαλίσει τας εμπασίας (Δωρ. Μον. ΧΧVII).
- α) Είσοδος:
- 2) Σύνορα· παραμεθόρια περιοχή:
- πόθε οδεύεις της Παλαιστίνης εμπασάν (Χούμνου, Κοσμογ. 706).
- 3) Έφοδος, επίθεση:
- τα κονδάρια τρίφθησαν σ’ εκείνη τη ’μπασία (Αλεξ. 853).
[<ουσ. έμβασις + κατάλ. ‑ία. Ο τ. εμπασά στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Τ. εμβασιά στο Du Cange. Η λ. στο Du Cange App. και το LBG]
- 1)