Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκσπερματίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκσπερματίζω [ekspermatízo] -ομαι Ρ2.1 : (φυσιολ.) αποβάλλω σπερματοζωάρια και σπερματικό υγρό· εκσπερματώνω· (πρβ. χύνω).

[λόγ. < ελνστ. ἐκσπερματίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες