Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δωδεκαόργιος, επίθ.· δωδεκαούργιος.
-
- Που έχει μήκος δώδεκα οργιές:
- Δωδεκαούργιον σχοινίον (Metrol. 524).
[μτγν. επίθ. δωδεκαόργυιος (L‑S)· βλ. και LBG]
- Που έχει μήκος δώδεκα οργιές: