Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρύφρακτο το [δrífrakto] & δρύφακτο το [δrífakto] Ο41 : 1. κινητή ξύλινη ή μεταλλική δοκός που τοποθετείται σε ισόπεδη σιδηροδρομική διάβαση, για να εμποδίζει την κίνηση οχημάτων και πεζών, όταν περνάει μια αμαξοστοιχία. 2. (ναυτ.) παραπέτο.
[δρύφα-: λόγ. < αρχ. δρύφακτος ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.· δρύφρα-: ελνστ. γραφή δρύφρακτος κατά την ετυμ. της λ. (< δρυ- + φρακ- (φράττω δες φράζω) -τος)]