Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάζευξη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάζευξη η [δiázefksi] Ο33 : 1. (λογ.) το σχήμα με το οποίο παρουσιάζονται ως εξίσου δυνατές δύο διαφορετικές επιλογές (που η υιοθέτηση της μιας συνεπάγεται τον εν μέρει ή εν όλω αποκλεισμό της άλλης): Xαλαρή / αποκλειστική ~. || (γραμμ.) η κατά παράταξη σύνταξη δύο ή περισσότερων προτάσεων που συνδέονται μεταξύ τους διαζευκτικά. 2. (λόγ.) διαζύγιο, διάλυση του γάμου: Bρίσκονται σε ~.

[λόγ. < ελνστ. διάζευξις (-σις > -ση), αρχ. σημ.: `χώρισμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες