Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλαισοποδία η [vlesopoδía] Ο25 : (ιατρ.) δυσμορφία που συνίσταται στην προς τα έξω στρεβλότητα των ποδιών. ANT ραιβοποδία.
[λόγ. < ελνστ. βλαισοποδ- (βλαισόπους) `με στραβά πόδια΄ -ία]