Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βεν.
891 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άδα 3 : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το χυμό ή το φαγητό που γίνεται με βάση αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (βύσσινο) βυσσινάδα, (λεμόνι) λεμονάδα, (μανταρίνι) μανταρινάδα. || (μακαρόνια) μακαρονάδα, (φασόλια) φασολάδα.

[βεν. -ada: λεμον-άδα, αλι-άδα < βεν. limonada, (παλ. βεν.) *aliada]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-αδόρος [aδóros] : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών· δηλώνει: 1. τεχνίτη ειδικευμένο στο χειρισμό του εργαλείου, μηχανήματος κτλ. που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή στην εργασία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (τόρνος) τορναδόρος, (λούστρο) λουστραδόρος, (ρεκλάμα) ρεκλαμαδόρος. || εργαλείο, μηχάνημα κτλ. καθώς και τον ειδικευμένο τεχνίτη που το χειρίζεται: γρασαδόρος. 2. (προφ.) πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα ή επιδεξιότητα να κάνει αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (κόλπο) κολπαδόρος, (κομπίνα) κομπιναδόρος, (σουλάτσο) σουλατσαδόρος, (τσίλια) τσιλιαδόρος. || (τάβλι) ταβλαδόρος.

[βεν. μετουσ. επίθημα -ador παραγωγικό δραστικών ουσ. -ος: lustrador > λουστρ-αδόρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άντζα [ándza] : (λαϊκ.) ατονημένο επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· επιτείνει τη θετική ή αρνητική σημασία της πρωτότυπης λέξης: (μάστορας) μαστοράντζα, (σοφέρ) σοφεράντζα· (πρόστυχος) προστυχάντζα. || (μπροστά) μπροστάντζα.

[παλ. ιταλ. ή βεν. επίθημα αφηρ. ουσ. -anza: amistanza `φιλία, συντεχνία΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-αρία [aría] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει: 1. κατάστημα που προσφέρει, σερβίρει, συνήθ. αποκλειστικά, αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μπίρα) μπιραρία, (πίτσα) πιτσαρία. 2. επιτείνει μειωτικά το χαρακτηρισμό ενός συνόλου αντικειμένων ή προσώπων που έχουν κοινά τα αρνητικά χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (κουρέλι) κουρελαρία, (κιτς) κιτσαρία, (αλήτης) αληταρία, (κυράτσα) κυρατσαρία, (ο, η μπασκλάς) μπασκλασαρία, (ο, η σνομπ) σνομπαρία, (τσογλάνι) τσογλαναρία, (μπασκίνας) μπασκιναρία. 3. δηλώνει σύνολο προσώπων με κοινά τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (πιτσιρίκος) πιτσιρικαρία· (φοιτητής) φοιτηταρία· (πρβ. -αριό2). 4. ενέργεια ή συμπεριφορά ανάλογη με την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (κοκέτης) κοκεταρία, (λέτσος) λετσαρία, (τζάμπα) τζαμπαρία· (γαϊδούρι - καβάλα) γαϊδουροκαβαλαρία.

[βεν. -aria (μέσω της επτανησιακής διαλέκτου): καβαλ-αρία < βεν. cavalaria (συσχετίστηκε με το μσν. καβαλ-άρης < υστλατ. caballarius), μπιρ-αρία (μπίρ-α) < βεν. biraria (bira), το βεν. -aria < υστλατ. -ar(ius) ( [-árius], δες στο -άρης) με την προσθήκη του ελνστ. επιθήματος -ία (< αρχ. -ία)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άτο [áto] : ατονημένο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από αρσενικά ουσιαστικά που δηλώνουν κάποιον τίτλο ή εξουσία· δηλώνει ένωση ή μικρό κράτος υπό τη διοίκηση του προσώπου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αδελφός) αδελφάτο, (δεσπότης) δεσποτάτο, (δούκας) δουκάτο, (ρήγας) ρηγάτο. || σε νομίσματα: δουκάτο, κωνσταντινάτο.

[ελνστ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθήματος -ᾶτος (δες λ.) & μέσω του ιταλ. & βεν. -ato: ελνστ. κιτρ-ᾶτον `γλυκό από κίτρο΄, νεοελλ. μαντολ-άτο < βεν. mandolato, και επέκτ. σε άλλες λ.: μσν. σκορδ-άτον `φαγητό με σκόρδο΄, *κωνσταντιν-άτον, δεσποτ-άτον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άτσα [átsa] : ατονημένο επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· α. με μειωτική σημασία: (κυρά) κυράτσα. β. (ναυτ.) (πρύμη) πρυμάτσα.

[βεν. μειωτικό επίθημα -azza: λινάτσα < ιταλ. (διαλεκτ.) linazza (πρβ. ιταλ. bestiaccia `βρομόζωο΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ερία [ería] : (σπάν.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα που προσφέρει, σερβίρει, συνήθ. αποκλειστικά, αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -αρία, -ερί): (τσάι) τσαγερία, (σπαγγέτι) σπαγγετερία.

[λόγ. < ιταλ. -eria επίθημα δηλωτικό καταστήματος (συγγ. του -αρία < βεν. -aria): σπαγγετ-ερία < spaghetteria, πιτσ-ερία < pizzeria παράλλ. προς το πιτσ-αρία]

[Λεξικό Κριαρά]
’ζουράρης ο.
  • Τοκογλύφος, εκμεταλλευτής:
    • Ετούτος είναι ο ’ζουράρης και ο τοκιστής (Αποκ. Θεοτ. I 99).

[<βεν. usuraro ή ιταλ. usurario. Η λ. στο Meursius (λ. ιά‑) και στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
’κοστάδος, επίθ.
  • Κοντινός, γειτονικός·
    • (ναυτ.) φρ. πάω ’κοστάδος = πλέω κοντά στην ακτή:
      • (Πορτολ. Α 12919).

[<μτχ. acostado του βεν. acostar]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβάντα η [avánda] Ο25α : 1α.(προφ.) πλεονέκτημα: Aυτή η δουλειά έχει πολλές αβάντες. β. κέρδος, όφελος που συνήθ. προέρχεται από επιλήψιμη διαδικασία· μίζα: Άμα σου τελειώσω τη δουλειά, τι ~ θα πάρω; 2. (σπάν.) υποστήριξη συνήθ. έμμεση, μέσο, αβάντζα: Είχε ~ και μπήκε στη Σχολή. 3. (θέατρ.) σύνολο γνωρισμάτων ρόλου ή παράστασης που σκοπεύουν στο να προσελκύσουν το κοινό με εξωτερικά, συνήθ. φανταχτερά μέσα.

[παλ. ιταλ. avant(are) ή βεν. vant(arse) `καυχιέμαι΄ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...90   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες