Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αϋλισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αϋλισμός [ailizmós] ο, (L)
  • ① philos doctrine of the non-existence of material reality, immaterialism (syn αϋλία 2):
    • την άποψή του ο Berkeley την ονομάζει αϋλισμό (Theodoridis)
  • ② preoccupation w. immaterial or incorporeal matters:
    • η ρουμελιώτικη ποίηση .. είναι η αισθητική αντίθεση του γλωσσικού κι εκφραστικού αϋλισμού της εφτανησιακής σχολής (Karantonis)

[fr kath (neol) αϋλισμός, calqued on Fr immatérialisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες