Παράλληλη αναζήτηση
65 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατμο- [atmo] & ατμό- [atmó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ατμ- [atm], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες συχνά λόγιες ή επιστημονικές λέξεις. I. συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. κινείται ή λειτουργεί με ατμό: ~βαρούλκο, ατμάμαξα, ~κινητήρας, ~μηχανή, ατμόπλοιο· ~κινούμενος, ~κίνητος. || ~πλοΐα, συγκοινωνία με ατμόπλοια. 2. γίνεται με ατμό: ~θεραπεία, ατμόλουτρο. 3. προορίζεται, είναι κατάλληλο για τον ατμό: ~θάλαμος, θάλαμος ατμού. 4. σε αντικειμενικά σύνθετα αποτελεί το αντικείμενο του ρηματικού β' συνθετικού: ~συλλέκτης, ~συσσωρευτής· ~γόνος, ~παραγωγός· ~ποίηση. II. (μετεωρ.) με αναφορά στους υδρατμούς της ατμόσφαιρας: ατμόμετρο.
[λόγ. < διεθ. atm(o)- < ελνστ. ἀτμ(ο)- θ. του αρχ. ἀτμό(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀτμο-ειδής `γεμάτος ατμούς΄, ατμό-σφαιρα < γαλλ. atmosphère & μτφρδ.: ατμό-ιππος < γαλλ. chevalvapeur, ατμό-πλοιο < αγγλ. steamship]
- ατμο- [atmo] 1st me of cpds
- ① nouns pertaining to, containing, or operating w. steam, e.g. ατμοβαρούλκο, ατμοβραστήρας, ατμοδιακόπτης, ατμοδιανομέας, ατμοδιαχωριστής, ατμοθέρμανση, ατμοκινητήρας, ατμοκλίβανος etc
- ② adjs e.g. ατμογόνος, ατμοπαραγωγός etc
[der of ατμός]
- ατμοβαριά [atmovarjá] η,
- steam hammer (syn L ατμόσφυρα)
[cpd w. βαριά ← MG βαρέα]
- ατμογεννήτρια [atmoyenítria] η, (L)
- steam generator
[cpd w. γεννήτρια]
- ατμοδρόμωνας [atmo∂rόmonas] ο, (L) naut
- steam-powered corvette:
- στο λιμάνι της Καλαμάτας είχε φουντάρει ένας ~ του στόλου (Bastias)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοδρόμων, cpd w. (Procopius) δρόμων]
- steam-powered corvette:
- ατμοδύναμη [atmo∂ínami] η, (L)
- steam power
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοδύναμις (1876), cpd w. δύναμις]
- ατμοηλεκτρικός -ή -ό [atmoilektrikós] Ε1 : που παράγει ηλεκτρική ενέργεια με τη δύναμη του ατμού: ~ σταθμός.
[λόγ. ατμο- + ηλεκτρικός]
- ατμοηλεκτρικός, -ή, -ό [atmoilektrikós] (L)
- producing electricity w. steam-powered generators:
- ~ σταθμός Λαυρίου |
- ατμοηλεκτρικό εργοστάσιο
[fr kath (neol) ατμοηλεκτρικός, cpd w. ηλεκτρικός]
- producing electricity w. steam-powered generators:
- ατμοημιολία [atmoimiolía] η, (L) naut
- steam-powered schooner
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοημιολία, cpd w. ημιολία (syn γολέτα, σκούνα)]
- ατμοθάλαμος [atmoθálamos] ο, (L)
- steam chamber of boiler, steam dome
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοθάλαμος (syn ατμόχωρος) cpd w. θάλαμος]