Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιδιάβολος [arçi∂jávolos] ο, relig
- commander of the devils (syn αρχισατανάς):
- arch-devil
[fr PatrG αρχιδιάβολος, cpd w. διάβολος]
- commander of the devils (syn αρχισατανάς):
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχιδιακονάτον το.
-
- Tο αξίωμα του αρχιδιακόνου:
- (Διάτ. Kυπρ. 5095).
[<ουσ. αρχιδιάκονος + κατάλ. ‑άτον. H λ. το 12. αι. (LBG)]
- Tο αξίωμα του αρχιδιακόνου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιδιακονία [arçi∂iakonía] η, (sp. also Aρχιδιακονία) (L) Christ relig
- position or office of archdeacon, archdeaconry:
- εκεί μέσα στεγάζονται το Mέγα Συνοδικό, .. η Πρωτοσυγκελία, η Aρχιδιακονία κλ (Petsalis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιδιακονία, der of αρχιδιάκονος]
- position or office of archdeacon, archdeaconry:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχιδιάκονος ο [arxiδiákonos] Ο19 : τιμητικός τίτλος που δίνεται συνήθ. στον αρχαιότερο διάκονο μιας μητρόπολης.
[λόγ. < μσν. αρχιδιάκονος < αρχι- + διάκονος]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχιδιάκονος ο.
-
- O πρώτος ανάμεσα στους διακόνους:
- (Aσσίζ. 3112-3).
[<αρχι‑ + ουσ. διάκονος. Βλ. και αρχιδιάκων. H λ. τον 5. αι. και σήμ.]
- O πρώτος ανάμεσα στους διακόνους:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιδιάκονος [arçi∂jákonos] ο, (sp. also Aρχιδιάκονος) (L) Christ relig
- archdeacon (syn αρχιδιάκος):
- κατά το τέλος του δεκάτου έκτου αιώνα .. αναφέρεται ως ~χειροτονείται έπειτα ιερέας, κλ (Vacalop) |
- ο περίφημος ~ Φώτιος παράστεκε την θρησκόληπτη τσαρίνα ψαλμωδώντας διάφορα τροπάρια (Roussos)
[fr kath αρχιδιάκονος ← postmed, MG ← PatrG (5th c), K (also pap), cpd w. διάκονος]
- archdeacon (syn αρχιδιάκος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιδιάκος [arçi∂jákos] ο, Christ relig = αρχιδιάκονος
- :
- prov σαράντα χρόνια στο Πατριαρχείο και τον αρχιδιάκο δεν εγνώρισε
- he was at the Patriarchate for forty years and never got to meet the archdeacon, people who make no attempt to learn anything beyond their narrow interests
[cpd w. διάκος, which is der of διάκονος by change of PatrG (6th c.) διάκων]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχιδιάκων ο.
-
- Αρχιδιάκονος:
- αρχιδιάκων μέγιστος (Aρσ., Kόπ. διατρ. [489]).
[<αρχι‑ + ουσ. διάκων. H λ. τον 5. αι. (DGE)· πβ. το σημερ. αρχιδιάκος]
- Αρχιδιάκονος: